ὑπερημερία

ὑπερημερία
ὑπερημερ-ία, , [dialect] Boeot. [full] ὑπερᾱμερία (v. infr.), [full] οὑπερᾱμερία IG7.3172.58, al. (Orchom., iii B. C.), [full] ὁπερᾱμερία ib.3054.10,13 (Lebad.): —
A a being over the day, i. e. as law-term, default caused by non-observance of the latest term for payment, μελλούσης μοι ἤδη ἐξήκειν τῆς ὑ. the term of my borrowing (my stay of execution) being about to expire, D.47.49; ἀναβάλλεσθαι τὴν ὑ. defer it, ib.50:—hence,
2 forfeiture of recognizances, distress, εἰληφότες τῇ ὑπερημερίᾳ having seized it by virtue of this right, Id.33.6;

κατὰ τὴν ὑ. Id.30.27

; also, the amount so forfeited,

ὑπερημερίαν πρᾶξαι Thphr.Char.10.10

; and, a document declaring such forfeiture, τᾶν ὑπερᾱμεριάων ([dialect] Boeot. gen. pl.) τᾶν ἰωσάων (i. e. οὐσῶν)

κὰτ τᾶς πόλιος IG7.3172.115

(Orchom., iii B. C.); also, penalty for unpunctual delivery, ib.42(1).113.7 (Epid.), 103.74, al. (ibid., iv B. C.),

καταστήσας τὸ σῶμα ἀφείσθω τῆς ὑ. PMich.Zen.70.9

, cf. 14 (iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπερημερία — ὑπερημερίᾱ , ὑπερημερία a being over the day fem nom/voc/acc dual ὑπερημερίᾱ , ὑπερημερία a being over the day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερημερία — η / ὑπερημερία, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεραμερία και οὑπεραμερία και όπεραμερία, Α 1. η εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης 2. η κατάσχεση και πώληση τών υπαρχόντων ενός προσώπου ως συνέπεια τής παρέλευσης τής προθεσμίας για πληρωμή τών οφειλών του… …   Dictionary of Greek

  • ὑπερημερίᾳ — ὑπερημερίαι , ὑπερημερία a being over the day fem nom/voc pl ὑπερημερίᾱͅ , ὑπερημερία a being over the day fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερημερία — η η εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης: Τόκος υπερημερίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερημερίας — ὑπερημερίᾱς , ὑπερημερία a being over the day fem acc pl ὑπερημερίᾱς , ὑπερημερία a being over the day fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερημερίαν — ὑπερημερίᾱν , ὑπερημερία a being over the day fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερημεριῶν — ὑπερημερία a being over the day fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερημερίαις — ὑπερημερία a being over the day fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… …   Dictionary of Greek

  • υπέρθεση — η / ὑπέρθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] η τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω από ένα άλλο νεοελλ. 1. επαλληλία 2. εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης, υπερημερία 3. (γεωμορφ.) διεργασία κατά την οποία ένα υδάτινο ρεύμα δεν ακολουθεί τη λιθολογική ή την… …   Dictionary of Greek

  • υπεραμερία — ἡ, Α βλ. υπερημερία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”